ζαγανάς

ζαγανάς
και ζαγγανάς, ο
προσωνύμιο που δίνεται περιφρονητικά από τους κατοίκους ορεινών περιοχών στους κατοίκους τής πεδιάδας, ζαγανιάρης*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσαγγανάς — ο, Ν ζαγανάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ζαγανάς / ζαγγανάς] …   Dictionary of Greek

  • ζαγανιάρης — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 53 κάτ.) της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνδρου του νομού Κυκλάδων. * * * και ζαγγανιάρης, άρα, άρικο καχεκτικός, κιτρινιάρης, αρρωστημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαγανάς + κατάλ. ιαρης (πρβλ. κουλτουρ ιάρης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”